διάφυση

διάφυση
η (Α διάφυσις)
1. το τμήμα τών μακρών οστών ανάμεσα στα δύο άκρα («ἐκ τῆς διαφύσεως τῶν τοῡ πήχεος ὀστέων», Ιπποκρ.)
2. βλάστηση
αρχ.
1. διχοτόμηση, κατανομή
2. ρωγμή σε βράχο
3. αρμός ανάμεσα στον κορμό και στο κλαδί
4. διαχωριστική γραμμή
5. στον πληθ. οι διακλαδώσεις τών βρόγχων στους πνεύμονες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιφυσιόλυση — η ιατρ. η παθολογική λύση τής επίφυσης ενός οστού από τη διάφυσή* του, στο σημείο όπου ενώνεται με τον συζευκτικό χόνδρο …   Dictionary of Greek

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • αχονδροπλασία — Παθολογική κατάσταση του σώματος, που χαρακτηρίζεται από την ατροφική ανάπτυξη των χεριών και των ποδιών. Η πάθηση αυτή, που οφείλεται σε διαταραχές της ομαλής ανάπτυξης του σκελετού, προκαλείται συνήθως κατά την περίοδο της ενδομήτριας ζωής.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”