- διάφυση
- η (Α διάφυσις)1. το τμήμα τών μακρών οστών ανάμεσα στα δύο άκρα («ἐκ τῆς διαφύσεως τῶν τοῡ πήχεος ὀστέων», Ιπποκρ.)2. βλάστησηαρχ.1. διχοτόμηση, κατανομή2. ρωγμή σε βράχο3. αρμός ανάμεσα στον κορμό και στο κλαδί4. διαχωριστική γραμμή5. στον πληθ. οι διακλαδώσεις τών βρόγχων στους πνεύμονες.
Dictionary of Greek. 2013.